Η υπερβολική χρήση αντισηπτικών χεριών που περιέχουν οινόπνευμα θα μπορούσε να κάνει πιο ανθεκτικά ορισμένα βακτήρια και να δημιουργήσει υπερβακτήρια που θα μπορούσαν να απειλήσουν τη δημόσια υγεία, προειδοποιεί ο Άντριου Κέμπ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λίνκολν και επικεφαλής επιστημονικής συμβουλευτικής επιτροπής στο αρμόδιο βρετανικό Ινστιτούτο.
Ο Άντριου Κεμπ ισχυρίζεται μάλιστα ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι τα απολυμαντικά που περιέχουν αλκοόλ μπορούν να εξουδετερώσουν τον κορονοϊό στο δέρμα. Αντιθέτως, σημειώνει, κάποια βακτήρια θα μπορούσαν να προσαρμοστούν στα αντισηπτικά, όταν αυτά χρησιμοποιούνται κατά κόρον, με αποτέλεσμα να μετατραπούν σε υπερβακτήρια.
Ο επιστήμονας τονίζει ότι η έμφαση θα πρέπει να δίνεται στο πλύσιμο των χεριών με σαπούνι και νερό, πρακτική που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ.) αναγνωρίζει ως τον πιο αποτελεσματικό τρόπο για να προστατευθούμε από την Covid-19.
Ο Π.Ο.Υ. συνιστά τη χρήση αντισηπτικών με αλκοόλ, μόνο όταν δεν υπάρχει άμεση πρόσβαση σε σαπούνι και νερό.
Π.Ο.Υ: Κίνδυνος για εξάλειψη της προόδου στην παροχή ιατρικής φροντίδας
Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα κινδυνεύουν να εξαλειφθούν οι μεγάλες πρόοδοι στον τομέα της ιατρικής φροντίδας που έχουν επιτευχθεί τα τελευταία 20 χρόνια. Αυτό δείχνει νέα έρευνα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
«Η επίδραση της πανδημίας της Covid-19 στις απαραίτητες ιατρικές υπηρεσίες είναι πηγή μεγάλης ανησυχίας», αναφέρει η σχετική έκθεση που δόθηκε στη δημοσιότητα τη Δευτέρα.
Η έρευνα περιλαμβάνει την απόκριση περισσότερων από 100 χωρών για την περίοδο από τον Μάιο έως τον Ιούλιο 2020. Μεταξύ των υπηρεσιών που επηρεάστηκαν περισσότερο ήταν οι καθιερωμένοι εμβολιασμοί (70%), ο οικογενειακός προγραμματισμός (68%) καθώς και η διάγνωση και θεραπεία του καρκίνου (55%), ενώ οι υπηρεσίες επειγόντων περιστατικών επηρεάστηκαν σχεδόν κατά το ένα τέταρτο στις χώρες που απάντησαν στα ερωτήματα του Π.Ο.Υ.
O αντίκτυπος ήταν μεγαλύτερος για την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, στην οποία ο διεθνής οργανισμός περιλαμβάνει και το Αφγανιστάν, τη Συρία και την Υεμένη, ενώ ακολουθούν η Αφρική και η Νοτιοανατολική Ασία, σύμφωνα με την έρευνα, στην οποία δεν καλύφθηκε η αμερικανική ήπειρος.
Μετά τον εντοπισμό των πρώτων κρουσμάτων της Covid-19 τον Δεκέμβριο του 2019, ο ιός φέρεται να έχει σκοτώσει σχεδόν 850.000 ανθρώπους, σύμφωνα με την τελευταία καταμέτρηση του Reuters.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι οι θάνατοι που δεν οφείλονταν στoν κορονοϊό έχουν αυξηθεί σε ορισμένες περιοχές, εν μέρει λόγω της αναστάτωσης που προκλήθηκε στις υπηρεσίες υγείας.
«Είναι λογικό να αναμένουμε ότι ακόμη και μια μέτρια αναστάτωση στις απαραίτητες υπηρεσίες υγείας μπορεί να οδηγήσει σε μια αύξηση της νοσηρότητας και της θνησιμότητας από άλλες αιτίες εκτός της Cοvid-19 βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα» επισημαίνεται στην έρευνα του Π.Ο.Υ.
Τονίζεται, επίσης, ότι οι επιπτώσεις θα γίνουν αισθητές όταν η πανδημία τελειώσει: «Οι επιπτώσεις μπορεί να γίνουν αισθητές πέρα από την άμεση επιδημία καθώς, προσπαθώντας να αναπληρώσουν τις υπηρεσίες, οι χώρες μπορεί να ανακαλύψουν ότι οι πόροι είναι υπερφορτωμένοι».
Πηγές: Reuters, The Independent, ΕΡΤ